- μυγμός
- μυγμόςutterance of the soundmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μυγμός — μυγμός, ὁ (Α) 1. (γενικά) ήχος που παράγεται από τη μύτη με κλειστό το στόμα, μούγκρισμα, βογγητό 2. (ειδικά) ο ήχος που παράγει το ψάρι γλάνις («γινώσκεται γὰρ ὑπό τῶν ἁλιέων οὗ ἂν τύχῃ ᾠοφυλακῶν ἐρύκων γὰρ τὰ ἰχθύδια ᾄττει, καὶ ἦχον ποιεῑ καὶ… … Dictionary of Greek
μυγμοῖς — μυγμός utterance of the sound masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυγμοί — μυγμός utterance of the sound masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυγμοῦ — μυγμός utterance of the sound masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυγμούς — μυγμός utterance of the sound masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυγμῶν — μυγμός utterance of the sound masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυγμῷ — μυγμός utterance of the sound masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυγμόν — μυγμός utterance of the sound masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυγμή — μυγμή, ἡ (Μ) μυγμός*. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού μυγμός*, με αλλαγή γένους] … Dictionary of Greek
мычать — мычу, с др. ступенью вокализма: укр. мукати, болг. муча, мукам (Младенов 308), сербохорв. мукати, му̑че̑м, словен. mukati, чеш. mukati, в. луж. mučec. Родственно лит. mū̃kiа мычит , греч. μῡκάομαι мычать; реветь , ср. в. нем. mûhen мычать ,… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера